φοινικογράφος

φοινικογράφος
ὁ, Α
(στη Μυτιλήνη) τίτλος αξιωματούχου που χρησιμοποιούσε ως γραφική ύλη κόκκινη μελάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τίτλος αξιωματούχου στη Μυτιλήνη τού οποίου τα καθήκοντα δεν είναι δυνατόν να καθοριστούν με βεβαιότητα, με αποτέλεσμα και η ετυμολ. τού τ. να παραμένει αβέβαιη. Ο τ. φοινικογράφος (με β' συνθετικό το -γράφος*) δήλωνε είτε τον γραμματέα που χάραζε τα γράμματα τού φοινικικού αλφαβήτου, οπότε πρέπει να συνδεθεί με το Φοῖνιξ, είτε τον γραμματέα που φρόντιζε να βαφούν κόκκινα τα γράμματα που χάραζε, οπότε πρέπει να συνδεθεί με τον τ. φοῖνιξ (Ι) «πορφυρό χρώμα, πορφυρός, κόκκινος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”